- ἑπταγωνικός
- ἑπτα-γωνικός, siebeneckig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἑπταγωνικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επταγωνικός — ή, ό (ΑΜ ἑπταγωνικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επτάγωνο … Dictionary of Greek
επταγωνικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο επτάγωνο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)